Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπλάγχνον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπλάγχνον, τό, κατά κανόνα στον πληθ. σπλάγχνα· I. 1. εντόσθια, ιδίως τα viscera thoracis, δηλ. καρδιά, πνεύμονες, συκώτι, νεφροί, τα οποία στις θυσίες φυλάσσονταν και τα έτρωγαν αυτοί που προσέφεραν τη θυσία, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, ευωχία που ακολουθούσε τη θυσία, Λατ. visceratio, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν επίσης στη μαντική τέχνη, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. οποιοδήποτε τμήμα των εντοσθίων, μήτρα, σε Πίνδ., Σοφ.· ομοίως στον ενικ., σε Αισχύλ. II. μεταφ., όπως η καρδιά, η έδρα των αισθημάτων, των επιθυμιών και των διαθέσεών μας, στον ίδ., σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον ενικ., σε Σοφ., Ευρ.· ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν, μαθαίνω την εσώτερη, την αληθινή φύση ενός ανθρώπου, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.)