Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπεύδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπεύδω, Επικ. απαρ. σπενδέμεν· μέλ. σπεύσω, αόρ. αʹ ἔσπευσα, Επικ. σπεῦσα, Επικ. αʹ πληθ. υποτ. σπεύσομεν αντί σπεύσωμεν· παρακ. ἔσπευκαΜέσ., μέλ. σπεύσομαιΠαθ., παρακ. ἔσπευσμαι· I. 1. μτβ., θέτω σε κίνηση, επισπεύδω, επιταχύνω, κατεπείγω, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, αναζητώ με προθυμία, αγωνίζομαι, προσπαθώ για κάτι, σε Θέογν.· εκτελώ κάτι με ζήλο, επισπεύδω ή επιταχύνω, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.Παθ., είμαι εσπευσμένος, βιαστικός, επείγομαι, βιάζομαι, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. και απαρ., σπεύσατε Τεῦκρον μολεῖν, πιέστε τον να έλθει γρήγορα, σε Σοφ. II. 1. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι, προσπαθώ, αγωνίζομαι με προθυμία ή με αδημονία, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ὡς σὺ σπεύδεις, όπως εσύ επιμένεις, ερίζεις, σε Πλάτ.· μτχ. σπεύδων ως επίρρ., βιαστικά, βεβιασμένα, πρόθυμα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. 2. με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σπευδόμεναι ἀφελεῖν, σε Αισχύλ. 3. με αιτ. πράγμ. και απαρ., είμαι πρόθυμος, αδημονώ να..., σε Ηρόδ., Ξεν.