LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σπειρηδόν"
- σπειρηδόν, επίρρ.· I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ. II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.