Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπείρω, Ιων. παρατ. σπείρεσκον, μέλ. σπερῶ, αόρ. αʹ ἔσπειρα, παρακ. ἔσπαρκαΠαθ., αόρ. βʹ ἐσπάρην [ᾰ], παρακ. ἔσπαρμαι· σπέρνω· I. 1. σπέρνω σπόρο, σε Ησίοδ., Αττ. 2. σπέρνω παιδιά, γεννώ, τα φέρνω στη ζωή, σε Σοφ.Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ., σε Ευρ. 3. διασκορπίζω όπως τον σπόρο, διασπείρω, σκορπίζω, διαδίδω, εξαπλώνω· χρυσὸν καὶ ἄργυρον, σε Ηρόδ.· δρόσον, σε Ευρ.· εξαπλώνω, επεκτείνω, όπως το spargere vocesτου Βιργ., σε Σοφ.Παθ., διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, σε Ευρ., Θουκ. II. 1. σπέρνω έναν αγρό, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, το αρόσιμο τμήμα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ. 2. παροιμ., πόντον σπείρειν, λέγεται για τη ματαιοπονία, σε Θέογν.