Αποτελέσματα για: "σπαρτός"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
σπαρτός, -ή, -όν και -ός, -όν (σπείρω)· I. αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν γένος, «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο γένος, σε Αισχύλ. II. στη Θήβα, Σπαρτοί, οἱ, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος, οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· λόγχη σπαρτός, το θηβαϊκό δόρυ, σε Ευρ. III. διασκορπισμένος, λέγεται για τα μέλη ενός πτώματος, σε Ανθ.
-
σπάρτος, ὁ και ἡ, θαμνώδες φυτό, Ισπανικό σπάρτο, βούρλο, καλαμόχορτο, σε Ξεν. κ.λπ.