Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπέρμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σπέρμα, -ατος, τό (σπείρω), αυτό που σπείρεται, σπέρμα, σπόρος, κόκκος· I. 1. σπόρος των φυτών, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, λέγεται για το σπέρμα των ζώων, σε Πίνδ., Ευρ. 2. μεταφ., λέγεται για το σπέρμα, την προέλευση, την πρώτη αρχή, το αρχικό σημείο οποιουδήποτε πράγματος, σπέρμα πυρός, σε Ομήρ. Οδ.· φλογός, σε Πίνδ.· κακῶν, σε Δημ. II. 1. σπέρμα, γόνος, γένος, απόγονοι, σε Τραγ. κ.λπ. 2. φυλή, καταγωγή, γενιά, στο ίδ.
σπερμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, σπέρνω, γονιμοποιώ· γεννώ, παιδοποιώ, τεκνοποιώ, σε Ησίοδ.