Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπέος, Επικ. σπεῖος, τό, σπηλιά, σπήλαιο, άντρο, λημέρι, σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο σπέος, ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. σπῆι· ως προς τον τύπο σπεῖος, αιτ. ενικ., γεν. σπείους, δοτ. πληθ. σπέσσι και σπήεσσι· γεν. πληθ. σπείων, σε Ομηρ. Ύμν.