Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπάρτον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπάρτον, τό, I. σχοινί, καλώδιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το σπεῖρα). II. σχοινί που είναι κατασκευασμένο από το φυτό βούρλο, καλαμόχορτο, (σπάρτος).