LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σπάνις"
- σπάνις, ἡ, γεν. -εως, δοτ. -ει, Ιων. -ι· ανεπάρκεια, σπανιότητα, ένδεια, έλλειψη, στέρηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ σπάνις (ἐστι) = οὐ σπάνιον, δεν υπάρχει έλλειψη, δυσκολία, σε Ευρ.
- σπᾰνιστός, -ή, -όν (σπανίζω), λέγεται για πράγματα, αυτός που βρίσκεται σε έλλειψη, λιγοστός, σε Σοφ.