Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπάνις"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σπάνις, , γεν. -εως, δοτ. -ει, Ιων. · ανεπάρκεια, σπανιότητα, ένδεια, έλλειψη, στέρηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ σπάνις (ἐστι) = οὐ σπάνιον, δεν υπάρχει έλλειψη, δυσκολία, σε Ευρ.
σπᾰνιστός, , -όν (σπανίζω), λέγεται για πράγματα, αυτός που βρίσκεται σε έλλειψη, λιγοστός, σε Σοφ.