Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπάνιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπάνιος[ᾰ], , -ον (σπάνις), I. σπάνιος, αυτός που είναι σε έλλειψη, ανεπαρκής, λειψός, λιγοστός, σε Ηρόδ., Ευρ.· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Λατ. difficiles aditus habere, σε Πλάτ.· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο απόθεμα νερού, σε Θουκ.· με απαρ., σπάνιος ἰδεῖν, αυτός που είναι σπάνιος στο να τον δει κάποιος, δυσεύρετος, ακριβοθώρητος, σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. σημασία, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ, σπανίως, σποραδικά επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· σπάνιόν ἐστι, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = σπάνις, σε Αισχίν. II. συγκρ. σπανιώτερος, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. -ώτατος, σε Αττ. III. επίρρ., -ίως, σπανίως, που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, σπανίᾳ, σε Πλάτ.· συγκρ. -ιώτερον, σε Θουκ.