Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σοφός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σοφός, , -όν, I. 1. κανονικά, επιδέξιος ή πεπειραμένος σε οποιοδήποτε χειροτέχνημα ή πρακτική τέχνη, ικανός στο επάγγελμά του, σε Θέογν. κ.λπ.· λέγεται για αρματηλάτη, σε Πίνδ.· ομοίως για ποιητές και μουσικούς, στον ίδ.· επίσης για μάντη, σε Σοφ. κ.λπ. 2. ευφυής, ικανός σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, σώφρων, συνετός, επινοητικός, πανούργος· σοφοὶ ἄνδρες Θεσσαλοί, πανούργοι Θεσσαλοί! σε Ηρόδ.· πολλὰ σοφός, σε Αισχύλ.· μείζω, σοφίαν σοφός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τῶν σοφῶν κρείσσω, καλύτερα από όλα τα τεχνάσματα, σε Σοφ.· σοφόν(ἐστι), με απαρ., σε Ευρ. 3. αυτός που κατέχει τις επιστήμες, πολυμαθής, βαθύς γνώστης, πεφωτισμένος, πεπαιδευμένος, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, ακατάληπτος, συγκεχυμένος, ασαφής, σκοτεινός, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, συνετός, φρόνιμος, γνωστικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σοφώτερ' ἢκατ' ἄνδρα συμβαλεῖν, ζητήματα που είναι αρκετά πολύπλοκα για να τα αντιληφθεί άνθρωπος, σε Ευρ. III. επίρρ., σοφῶς, ευφυώς, έξυπνα, με γνώση, με σύνεση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερον, σε Ευρ.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.