Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σοφιστικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σοφιστικός, , -όν (σοφιστής), 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε σοφιστή, σε Πλάτ. 2. αυτός που είναι όμοιος με σοφιστή, σοφιστικός, απατηλός, δόλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ., -κῶς, σε Πλάτ.