Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σοφιστής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σοφιστής, -οῦ, (σοφίζομαι), I. 1. αυτός που κατέχει καλά το επάγγελμα ή την τέχνη του, δεξιοτέχνης, ειδήμων, λέγεται για μάντη, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποιητές, σε Πίνδ.· ομοίως για τον Δημιουργό των πάντων, σε Πλάτ.· μεταφ., σοφιστὴς πημάτων, μαθημένος στη δυστυχία, σε Ευρ. 2. όπως το φρόνιμος, αυτός που δείχνει ευφυΐα στα πρακτικά ζητήματα της ζωής, συνετός άνθρωπος· με αυτή την έννοια οι Επτά Σοφοί ονομάζονταν σοφισταί, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ. II. 1. στην Αθήνα, Σοφιστής, δηλ. αυτός που δίδασκε έναντι αμοιβής τη γραμματική, τη ρητορική, την πολιτική τέχνη, τα μαθηματικά, όπως ήταν οι Πρόδικος, Γοργίας, Πρωταγόρας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. Αρχικά οι Σοφιστές έχαιραν υπόληψης, αλλά εξαιτίας της χαλαρότητας των αρχών τους έπεσαν σε ανυποληψία και η λέξη κατέληξε να σημαίνει· 2. σοφιστής (με αρνητική σημασία), στρεψοδίκης, απατεώνας, δημαγωγός, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.