LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σορός"
- σορός, ἡ, I. σκεύος για την υποδοχή, εναπόθεση οποιουδήποτε πράγματος, ιδίως, τεφροδόχος υδρία, σε Ομήρ. Ιλ.· φέρετρο, λειψανοθήκη, οστεοθήκη, σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. ως παρωνύμιο γέρου άντρα ή γυναίκας, σε Αριστοφ.