Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σοβαρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σοβᾰρός, , -όν (σοβέω), κανονικά, αυτός που αποδιώχνει τα πουλιά· ομοίως, I. ορμητικός, ταχύς, σε Αριστοφ.· επίρρ., -ρῶς, στον ίδ. II. 1. αλαζονικός, πομπώδης, υπερήφανος, μεγαλοπρεπής, λαμπρός, στον ίδ.· λέγεται για άλογο, σε Ξεν.· επίρρ. -ρῶς, σε Πλούτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ., σε Θεόκρ. 2. λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ.