LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σμῆνος"
- σμῆνος, Δωρ. σμᾶνος, -εος, τό, I. κυψέλη μελισσών, σε Ησίοδ., Πλάτ. II. σμήνος μελισσών, σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για σφήκες, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για σύννεφα, στον ίδ. κ.λπ.