Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σμύχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σμύχω[ῡ], αόρ. αʹ ἔσμυξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσμύχθην, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· υποκαίω, λιώνω, καίω σε σιγανή φωτιά — Παθ., καίγομαι σιγά σιγά, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.