Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σμύρνα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
σμύρνα, Ιων. σμύρνη, , όπως το μύρρα, μύρο, ρητινώδες κόμμι που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην ταρίχευση των νεκρών, σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης ἱδρώς από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως αλοιφή, σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό σκεύασμα, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).
Σμύρνα, Ιων. -νη, , Σμύρνη, πόλη της Ιωνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Σμυρναῖος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σμύρνη, σε Πίνδ.
σμυρναῖος, , -ον (σμύρνα), προερχόμενος από μύρο, σμύρνα, σε Ανθ.