LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σμάω"
- σμάω, συνηρ. γʹ ενικ. σμῇ, απαρ. σμῆν, Παθ. γʹ ενικ. σμῆται· αλλά Ιων. σμᾷ, σμᾶν, σμᾶται· παρατ. ἔσμων, αόρ. αʹ ἔσμησα — Μέσ., μτχ. σμώμενος, αόρ. αʹ ἐσμησάμην· σφουγγίζω ή καθαρίζω με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή· το Ενεργ. όμως απαντά κατά κανόνα στα σύνθετα δια-, ἐκ-, ἐπι-σμάω — Μέσ., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν, πλένω ή επαλείφω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.