LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σμάραγδος"
- σμάραγδος, ἡ, Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος σε πράσινη απόχρωση, ονομασία που δίνεται στο σμαράγδι και τον μαλαχίτη, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).