LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκῶμμα"
- σκῶμμα, -ατος, τό (σκώπτω), χλεύη, αστεϊσμός, σαρκασμός, χαριεντισμός, εμπαιγμός, σε Αριστοφ.· ἐν. σκώμματος μέρει, ανεκδοτολογικώς, εν είδει αστεϊσμού, σε Αισχίν.· σκῶμμα παρὰ γράμμα, λογοπαίγνιο, σε Αριστ.
- σκωμμάτιον[ᾰ], τό, υποκορ. του σκῶμμα, σε Αριστοφ.