Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκῦτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκῦτος, τό, όπως το κύτος [ῠ], I. δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, πετσί, προβιά, ιδίως αυτό που έχει υποστεί κατεργασία, βυρσοδεψία, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. δερμάτινη λωρίδα, μαστίγιο, σε Δημ.· σκύτη βλέπειν, βλέπω μπροστά μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ.