LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκῆψις"
- σκῆψις, -εως, ἡ (σκήπτω), πρόφαση, πρόσχημα, δικαιολογία, προσποίηση, σε Τραγ.· με γεν., κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν, με την πρόφαση ότι διέπραξαν φόνο, σε Ηρόδ.· σκῆψις τοῦ μὴ ποιεῖν, το πρόσχημα, η δικαιολογία για να μην κάνει κάποιος κάτι, σε Δημ.