Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκῆπτρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκῆπτρον, τό, Δωρ. σκᾶπτον, μεταγεν. σκᾶπτρον (σκήπτωI. ραβδί ή μπαστούνι που πάνω του στηρίζεται αυτός που το κρατάει, μπαστούνι που υποβοηθεί το βάδισμα, βακτηρία, μαγκούρα, πατερίτσα, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις κόρες του Οιδίποδα, σκῆπτρα φωτός, τα υποβοηθητικά του ραβδιά ή στηρίγματά του, σε Σοφ. II. 1. ραβδί ως έμβλημα εξουσίας, σκήπτρο· στον Όμηρ. το κρατούσαν οι ηγεμόνες και μετέβαινε από πατέρα σε γιο, ενώ η τελετή παράδοσης στην Ομήρ. Ιλ. καλείται ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, σε Θουκ.· το κρατούσαν επίσης δικαστές, κήρυκες και αγορητές, οι οποίοι, όταν σηκώνονταν για να πάρουν τον λόγο, το παραλάμβαναν από τον κήρυκα, σε Όμηρ. 2. τα σκήπτρα, δηλ. βασιλεία, βασιλική ισχύς, εξουσία, σε Τραγ.