LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκώψ"
- σκώψ, ὁ, γεν. σκωπός, ονομ. πληθ. σκῶπες (σκώπτω), είδος μικρής κουκουβάγιας, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.