LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκώπτω"
- σκώπτω, μέλ. σκώψομαι, αόρ. αʹ ἔσκωψα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσκώφθην, παρακ. ἔσκωμμαι· 1. α) περιπαίζω, περιγελώ, χαριεντίζομαι, χλευάζω, σε Αριστοφ.· επίσης, σκώπτω εἰς τὰ ῥάκια, περιγελώ τα κουρέλια του, στον ίδ.· εἴς τινα, σε Αισχίν. β) με θετική σημασία, αστειεύομαι με, τινά, σε Ηρόδ. 2. απόλ., πειράζω, αστειεύομαι, είμαι αστείος, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

