Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκώληξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκώληξ, -ηκος, , 1. σκουλήκι, Λατ. lumbricus, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για τις νύμφες των εντόμων, σε Αριστοφ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).