Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκύφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκύφος[ῠ], -ου, ή σκύφος[ῠ],, -εος, τό, κύπελλο, ποτήρι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· κάδος για το άρμεγμα, για τη συγκέντρωση του γάλακτος, σε Θεόκρ.