LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκύλαξ"
- σκύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ και ἡ (σκύλλω), 1. νεογέννητος σκύλος, κουτάβι, σκυλάκι, Λατ. catulus, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· γενικά, σκύλος, σε Σοφ. κ.λπ. 2. = σκύμνος, σε Ευρ.