Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκότος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σκότος, -ου, , 1. σκοτεινιά, ζόφος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. η σκοτεινιά του θανάτου, ο θάνατος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 3. λέγεται για την τυφλότητα, την τύφλωση, σκότον βλέπειν, σε Σοφ.· σκότον δεδορκώς, σε Ευρ. 4. μεταφ., σκότῳ κρύπτειν, όπως το nocte premere, κρύβομαι στο σκοτάδι, καλύπτω τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους ἐστί, είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι μυστήριο, σε Ξεν.· κατὰ σκότον, ὑπὸ σκότου, σε Σοφ. κ.λπ.
σκότος, -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.