Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκυτάλη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
σκῠτάλη[ᾰ], , I. ράβδος, ρόπαλο, μπαστούνι, σε Ανθ.· στη Σπάρτη, ραβδί ή ρόπαλο σε σχήμα κυλίνδρου που χρησίμευε στη γραφή μυστικών μηνυμάτων, στην κρυπτογράφηση· μια λωρίδα από δέρμα περιελισσόταν λοξά γύρω από τη ράβδο, και πάνω σ' αυτήν γραφόταν η μυστική αναγγελία κατά μήκος, ώστε, όταν ξετυλιγόταν η λωρίδα, ό,τι είχε γραφεί ήταν ακατανόητο· εξού σκυτάλη κατέληξε να σημαίνει το μυστικό άγγελμα των Σπαρτιατών, σε Θουκ., Ξεν.· και, γενικά, το μήνυμα, σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).
σκῠτᾰληφορέω, μέλ. -ήσω, κρατώ σκυτάλη, ρόπαλο, σε Στράβ.
σκῠτᾰλη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κρατάει ρόπαλο, σκυτάλη, σε Στράβ.