Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκυθρωπός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκυθρ-ωπός, -όν (σκυθρός, ὤψ), I. αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, δύσθυμος, κατηφής, κατσούφης, σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σκυθρωπόν, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., σκυθρωπῶς ἔχειν, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, κατηφής, λυπημένος, μελαγχολικός, σε Ευρ.