LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκοτόω"
- σκοτόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι σκοτεινό, τυφλώνω — Παθ., βρίσκομαι στο σκοτάδι· επίσης, υποφέρω από ίλιγγο, ζαλίζομαι, σε Πλάτ.