Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκοτεινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκοτεινός, , -όν (σκότος), I. 1. σκοτεινός, ανήλιαγος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἀνὰ τὸ σκοτεινόν, στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπο, αυτός που βρίσκεται στα σκοτάδια, δηλ. βυθισμένος στο σκοτάδι, τυφλός, σε Σοφ., Ευρ. II. μεταφ., σκοτεινός, ασαφής, δυσδιάκριτος, ακαταλαβίστικος, δυσνόητος, σε Ευρ., Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. -νῶς, σε Πλάτ.