LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκορπίζω"
- σκορπίζω, μέλ. -ίσω, σκορπίζω, διασκορπίζω, διαχωρίζω, σε Στράβ., Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).