Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκοπός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκοπός, και (σκέπτομαι), I. 1. αυτός που φυλάσσει, φρουρός, αυτός που παρατηρεί όσα συμβαίνουν, επόπτης, επιστάτης, σε Όμηρ.· λέγεται για θεούς και βασιλείς, φύλακας, φρουρός, προστάτης, Ὀλύμπου σκοπός, σε Πίνδ. 2. φύλακας, φρουρός που έχει τοποθετηθεί στη σκοπιά, Λατ. speculator, σε Όμηρ., Ξεν.· αυτός που παραφυλάει ή υποδεικνύει το θήραμα, σε Ξεν. 3. κατάσκοπος, αυτός που περιπολεί, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. μακρινό αντικείμενο στο οποίο κάποιος προσηλώνει τα μάτια του, σημάδι, στόχος, Λατ. scopus, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ σκοποῦ, μακριά από τον στόχο, στο ίδ.· έτσι, παρὰ σκοπόν, σε Πίνδ.· σκοποῦ τυχεῖν, βρίσκω, πετυχαίνω τον στόχο, στον ίδ.· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, σε Ξεν. 2. μεταφ., στόχος, σκοπός, πρόθεση, επιδίωξη, αντικείμενο όπου μεταβαίνει μια ενέργεια, σε Πλάτ.