Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκολιός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκολιός, , -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος, ελικοειδής, λοξός, γυριστός, καμπύλος, κυρτός, Λατ. obliquus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την άλλη μεριά, στραβός, ανάποδος, ανώμαλος, στρεβλός, δουλείη κεφαλή, σκολιή (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, πανούργος, κακότροπος, δηλ. άδικος, ανειλικρινής, δόλιος, ψευδής, στριμμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· σκολιὰ πράττειν, εἰπεῖν, σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. σκολιῶς, σε Ησίοδ.