Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκληρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκληρός, , -όν (σκέλλω), I. 1. σκληρός, τραχύς, άκαμπτος, στέρεος, Λατ. durus, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για ήχο, τραχύς, βαρύς, βαθύς, βροντερός, Λατ. aridus, σε Ησίοδ., Ηρόδ. 3. τραχύς, άκαμπτος, αλύγιστος, Λατ. rigidus, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για αγόρια που δείχνουν μεγαλύτερα από την ηλικία τους, τραχύς, ορμητικός, ρωμαλέος, σε Πλούτ., Λουκ. II. μεταφ., λέγεται για πράγματα, δύσκολος, στρυφνός, αυστηρός, αμείλικτος, άτεγκτος, σε Σοφ., Ευρ.· σκληρὰ μαλθακῶς λέγων, σε Σοφ. III. επίρρ., σκληρῶς καθῆσθαι, δηλ. σε σκληρό κάθισμα, σε Αριστοφ.