Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκῐάζω, Αττ. μέλ. σκιῶ, σε Σοφ.· αόρ. αʹ ἐσκίᾰσαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσκιάσθην, παρακ. ἐσκίασμαι· (σκιάI. ρίχνω σκιά, σκιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. γενικά, επισκιάζω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.Παθ., σε Ευρ. III. χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης στη ζωγραφική, ζωγραφίζω με διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς, σε Λουκ.