LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκιάδειον"
- σκῐάδειον[ᾰ], τό (σκιά), παραπέτασμα που προστατεύει από το φως του ήλιου, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Αριστοφ.