Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκιά"

Βρέθηκαν 17 λήμματα [1 - 17]
σκῐά, -ᾶς, Ιων. σκιή, -ῆς, , I. 1. σκιά, ίσκιος, σε Ομήρ. Οδ.· σκιὰἀντίστοιχος ὥς, σαν τη σκιά, που είναι αχώριστη σύντροφος του ανθρώπου, σε Ευρ. 2. ίσκιος κάποιου που έχει πεθάνει, το φάντασμά του, σε Αισχύλ.· σε παροιμίες για τη θνητή φύση του ανθρώπου, σκιᾶςὄναρ ἄνθρωπος, σε Πίνδ.· εἴδωλον σκιᾶς, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. ίσκιος, σκιά των δέντρων κ.λπ.· πετραίη σκιή, σκιά του βράχου, σε Ησίοδ.· ἐν σκιῇ, στον ίδ.· ὑπὸ σκιῇ, σε Ηρόδ.· ὑπὸ σκιᾶς, σε Ευρ.· σκιὰν Σειρίου κυνός, σκιά από τη θερμότητά του, σε Αισχύλ.
σκῐᾱγρᾰφέω, μέλ. -ήσω (σκιᾱγράφος), ζωγραφίζω χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις φωτός και σκιάς, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω, Λατ. adumbrare — Παθ., τὰ ἐσκιαγραφημένα, σε Πλάτ.
σκῐᾱγράφημα, -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.
σκῐᾱγρᾰφία, (σκιαγράφος), σχέδιο ή ιχνογράφημα, τέτοιας μορφής ώστε να δημιουργεί εντύπωση από μακριά, σκηνική ζωγραφική, σε Πλάτ.
σκῐᾱ-γράφος[ᾰ], -ον (γράφω), καλλιτέχνης που ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις του φωτός και της σκιάς, ιχνογράφος, ζωγράφος, σκηνογράφος.
σκῐάδειον[ᾰ], τό (σκιά), παραπέτασμα που προστατεύει από το φως του ήλιου, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Αριστοφ.
σκῐάζω, Αττ. μέλ. σκιῶ, σε Σοφ.· αόρ. αʹ ἐσκίᾰσαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσκιάσθην, παρακ. ἐσκίασμαι· (σκιάI. ρίχνω σκιά, σκιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. γενικά, επισκιάζω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.Παθ., σε Ευρ. III. χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης στη ζωγραφική, ζωγραφίζω με διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς, σε Λουκ.
σκῐᾱ-μᾰχέω, μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι σε χώρο με σκιά, δηλ. στη σχολή (για πρακτική εξάσκηση), πολεμώ με μια σκιά, δηλ. αγωνίζομαι μάταια, σκιαμαχώ, ματαιοπονώ, σε Πλάτ.
Σκῐά-ποδες[ᾱ], οἱ, μυθικός λαός στην περιοχή της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ.
σκῐᾰρό-κομος, -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.
σκῐᾰρός, , -όν, βλ. σκιερός.
σκῐάς, -άδος, (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.
σκῐᾱ-τρᾰφής, -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε στη σκιά, που δηλαδή δεν είναι σκληραγωγημένος, μαλθακός, τρυφηλός.
σκῐᾱτρᾰφία, , το να έχει ανατραφεί κάποιος στη σκιά, μαλθακότητα, τρυφή, εκθηλυσμένος τρόπος ζωής, σε Πλούτ.
σκῐᾱτροφέω ή -τρᾰφέω, Ιων. σκιητροφέω, μέλ. -ήσω (τρέφωI. ανατρέφω στη σκιά, δηλ. ανατρέφω κατ' οίκον, με τρυφή — Παθ., παραμένω συνεχώς στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο και τον μόχθο, διάγω καθιστική ζωή, σε Ηρόδ., Ξεν. II. αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο κεφάλι μου σκιάδιο (κασκέτο), καλύπτω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· ἐσκιατροφηκώς, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
σκῐᾱτροφία, , = σκιατραφία.
σκῐάω, = σκιάζω, καλύπτω με σκιά, επισκιάζω — Παθ. επικαλύπτομαι με σκιά, επισκιάζομαι ή γίνομαι σκιερός, αποκρύπτομαι, σκιόωντο ἀγυιαί (Επικ. γʹ πληθ. παρατ.), σε Ομήρ. Οδ.