Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκηνή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σκηνή, , I. 1. στεγασμένος τόπος, τέντα, αντίσκηνο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., στρατόπεδο, Λατ. castra, σε Αισχύλ., Ξεν. 2. γενικά, τόπος διαμονής, στέγη, κατοικία, σπίτι, ναός, σε Ευρ. II. 1. σκηνή ή παράπηγμα ξύλινο πάνω στο οποίο ερμήνευαν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί, σε Πλάτ.· στο κανονικό θέατρο, η σκηνή ήταν ένας τοίχος στο πίσω μέρος αυτού που τώρα ονομάζουμε σκηνή, με πόρτες για την είσοδο και την έξοδο· η σκηνή (με τη σημασία που της αποδίδουμε σήμερα), ονομαζόταν προσκήνιον ή λογεῖον, τα πλάγια μέρη ή πτέρυγες παρασκήνια, κι ο τοίχος κάτω από τη σκηνή, αντίκρυ στην ορχήστρα, ὑποσκήνια. 2. οἱ ἀπὸ σκηνῆς, οι ηθοποιοί, οι ερμηνευτές, οι υποκριτές, σε Δημ. 3. τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος, αυτό που παριστάνεται στη σκηνή, σε Αριστ.· τὰ ἀπὸ σκηνῆς (ενν. ᾄσματα), ωδές που άδονταν επί σκηνής, στον ίδ. 4. μεταφ., το σκηνικό αποτέλεσμα, το αίσθημα του πλασματικού, του μη πραγματικού, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος, «όλη η ζωή είναι θέατρο», σε Ανθ. III. στέγαστρο που μοιάζει με σκηνή, κάλυμμα, σκέπασμα της άμαξας, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίσης, παραπέτασμα του κρεβατιού, σε Δημ. IV.ψυχαγωγία που παρέχεται στις σκηνές, συμπόσιο, σε Ξεν.
σκήνημα, -ατος, τό (σκηνέω), = σκηνή, τόπος διαμονής, κατοικία, σε Ξεν.· στον πληθ., φωλιά, σε Αισχύλ.