Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκεῦος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκεῦος, -εος, τό1. δοχείο, αγγείο, εργαλείο ή σύνεργο οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική σημασία, επίπλωση, νοικοκυριό, οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία, σε Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, εξοπλισμός, στρατιωτική αποσκευή, σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· αρματωσιά ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ. 2. άψυχο αντικείμενο, πράγμα, σε Πλάτ. 3. μεταφ., τὸ σκεῦος, το σώμα ως σκεύος, που περιέχει την ψυχή, σε Κ.Δ.· σκεῦος ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.