Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκευαγωγός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκευ-ᾰγωγός, -όν (σκεῦος), I. αυτός που μεταφέρει, κουβαλά αγαθά ή αποσκευές, τὰ σκευαγωγά, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ. II. ως ουσ., επιφορτισμένος με τη φύλαξη των αποσκευών, σε Ξεν.