Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκεδάννυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκεδάννυμι, μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. σκεδῶ· αόρ. αʹ ἐσκέδασα, Επικ. σκέδασαΜέσ., αόρ. αʹ ἐσκεδασάμηνΠαθ., μέλ. σκεδασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσκεδάσθην, παρακ. ἐσκέδασμαι, I. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, σε Όμηρ. II. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για λόγια ή φήμη, διαδίδομαι παντού, κοινολογούμαι, σε Ηρόδ.