Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκήνωμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκήνωμα, -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ. 1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν. 2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Κ.Δ.