LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκέψις"
- σκέψις, -εως, ἡ (σκέπτομαι),· I. παρατήρηση, αντίληψη μέσω των αισθήσεων, σε Πλάτ. II. 1. υπόθεση, θεωρία, ζήτημα, υπολογισμός, έρευνα, στον ίδ.· νέμειν σκέψιν, σκέφτομαι για ένα ζήτημα, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Ευρ.· ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν, σε Αριστοφ.· σκέψις περί τινος ή τι, η έρευνα για κάτι, η μελέτη για ένα ζήτημα, σε Πλάτ. 2. δισταγμός, ενδιασμός, αμφιβολία, αναφέρεται στους Σκεπτικούς φιλοσόφους (βλ. σκεπτικός), σε Ανθ.

