Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκέπτομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκέπτομαι (στην Αττ. το σκοπῶ ή σκοποῦμαι χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. σκέψομαι, αόρ. αʹ ἐσκεψάμην, παρακ. ἔσκεμμαι· I. κοιτάζω τριγύρω, παρατηρώ με προσοχή, ακολουθ. από πρόθ. εἰς, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., προσέχω, επιτηρώ, φυλάσσω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, κατασκοπεύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, παρατηρώ με τον νου, θεωρώ, εξετάζω, λαμβάνω υπ' όψιν, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. 1. σκέψασθε δέ, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ. 2. σκέφτομαι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Δημ. 3. παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, ἐσκεμμένα, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε οὖν. Απάντ. ἔσκεπται, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) ἐσκέψεται, στον ίδ.