Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκέλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκέλος, -εος, τό, I. το πόδι από την άρθρωση του ισχύου και κάτω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρυμνὸν σκέλος, γλουτός ή φτέρνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ως στρατιωτική έκφραση, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, υποχωρώ με το πρόσωπο στραμμένο προς τον εχθρό, υποχωρώ δηλ. με τάξη, δεν τρέπομαι σε άτακτη φυγή, Λατ. pedetentim, σε Ευρ., Αριστοφ. II. μεταφ., τὰ σκέλη, τα πόδια, τα σκέλη, δηλ. τα δύο μακρά τείχη ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, σε Στράβ.· τὰ μακρὰ σκέλη, σε Πλούτ.