Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκάφη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σκάφη[ᾰ], (σκάπτω), οτιδήποτε έχει σκαφτεί ή έχει γίνει κοίλο· 1. κάδος ή λεκάνη, κάδος που προορίζεται για το λουτρό (λουτήρας), σκάφη, σκαφίδι, γαβάθα, σε Ηρόδ. 2. ελαφρύ σκάφος, λέμβος, σχεδία, βαρκούλα, μονόξυλο, σε Αριστοφ. 3. παροιμ., τὴν σκάφην σκάφην, «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», λέω τα πράγματα με το όνομά τους, σε Λουκ.
σκᾰφῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του σκάπτω.